φοβεροχάριτος

φοβεροχάριτος
-ον, ΜΑ
εκκλ. (για τον σταυρό) αυτός που παρέχει βοήθεια προκαλώντας ταυτόχρονα δέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + -χάριτος (< χάρις, -ιτος), πρβλ. εὐ-χάριτος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”